προσιδρυμένος

προσιδρυμένος
προσῑδρῡμένος , πρόσ-ἱδρύω
make to sit down
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσιδρύω — Α 1. τοποθετώ κοντά («προσιδρύειν ἑαυτοὺς τῲ θεῲ», Πρόκλ.) 2. μέσ. προσιδρύομαι θεμελιώνω κοντά ή κατά προσθήκη προς αύξηση («νυνὶ δὲ τοῑς βωμοῑς εἰς τὴν ἱερουργίαν προσιδρυμένος», Ηλιόδ.) 3. παθ. (σχετικά με την ιερεία) εγκαθίσταμαι στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”